- αναδίδυμοι
- Άτομα που γεννιούνται ενωμένα μεταξύ τους και έχουν ορισμένα ή όλα τα όργανα διπλά. Η επιστημονική μελέτη των τερατογενέσεων άρχισε ουσιαστικά από τον Άγγλο φυσιολόγο Γουίλιαμ Χάρβεϊ (1651), που σωστά επισήμανε ότι αυτές οφείλονταν σε αποκλίσεις από τη φυσιολογική πορεία της εμβρυακής ανάπτυξης. Περίπτωση αναδιδυμίας είναι και η γέννηση διδύμων σιαμαίων, ονομασία που προήλθε από δύο δίδυμα αγόρια, τον Τσαγκ και τον Εγκ, γεννημένα στο Σιάμ από Κινέζους γονείς και ενωμένα από τη μέση με μια σφαιροειδή ταινία.
Dictionary of Greek. 2013.